- παραγραμματισμός
- ο, ΝΜ [παραγραμματίζω]αλλοίωση λέξης με αλλαγή στον γραπτό ή προφορικό κάποιου γράμματός της με άλλο, παραγραμμάτισις*νεοελλ.διαταραχή τής ομιλίας η οποία συνίσταται σε σύγχυση ή μετατόπιση γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων.
Dictionary of Greek. 2013.